"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ (Μέρος Β’)


(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)

   Περί ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν.
   Περί τά μέσα τοῦ 3ου αἰῶνα τέθηκε γιά πρώτη φορά τό ζήτημα τῶν ἐξ αἱρετικῶν ὁμολογιῶν προσερχομένων στήν Ἐκκλησία.
   Τό ἐρώτημα τοῦτο περί τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς ἀκριβέστερα τῶν προ­σερχομέ­νων ἐν μετανοίᾳ αἱρετικῶν, ἂν κρίνουμε μέ βάση τήν διαφορετική ἀντιμετώπιση αὐτῶν ἀπό τίς τότε κατά τόπους Ἐκκλησίες, προβάλλει ἀδυσώπητο, εἰδικά σήμερα, καί χρήζει ἰδιαίτερης προσοχῆς ἡ προσέγγισή του.
   Γιά τή διασά­φηση τοῦ σοβαροῦ τούτου ζητήματος, ἡ προηγηθεῖσα ἀναφορά μας περί τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας. Ὁ διαχωρισμός τῶν αἱρέσεων μέ βάση τόν στ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί σέ συνδιασμό μέ τόν α΄ τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλά καί στή συνέχεια τοῦ παρόντος οἱ σχετικές μέ τό ζή­τημα ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς (η΄ καί ιθ΄ Κανόνες), τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς (ζ΄ Κανόνας) καί τῆς Πενθέκτης (95ος Κανόνας) μᾶς ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια στή σωστή ἑρμηνεία καί τήν ὀρθή ἀντιμετώπιση παρομοίων συγχρόνων προβλημάτων, ἰδιαίτερα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, τῆς ἀναχειροτονίας καί τῆς ἀναμυρώσεως.
   Ἡ διαφορετική ἀντιμετώπιση ἐντοπίζεται κυρίως στή διένεξη τῶν Ἀφρικανῶν ἐπισκόπων ὑπό τόν ἃγιο Κυπριανό καί τοῦ Φιρμιλιανοῦ Καισαρείας μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης περί τοῦ βαπτίσματος ἢ μή τῶν προσερχομένων αἱρετικῶν καί ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς διαφορετικῆς ἀπόψεως τῶν δύο «ἀντιπάλων» ἐπί τοῦ θέμα­τος. Αὐτή ἡ δια­φορά θεωροῦμε ὃτι ἒγκειται σέ μία ἀντίρροπη τάση πρός τά ἂκρα ἀπό κάθε πλευρά, περί τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἑρμηνείας καί ὁρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν. Οἱ μέν Ἀφρικανοί πιστεύουν ὃτι πάντες οἱ αἱρετικοί ἀκόμη καί οἱ ἀποσχισθέντες γιά «ἰάσιμά τινα ζητήματα», ὃπως λ.χ. οἱ Καθαροί, δέν δύνανται νά ἒχουν χάρη στά μυστήρια αὐτῶν καί οἱ ὑπ’ αὐτῶν βαπτιζόμενοι «ὡς παρά λαϊκῶν λογίζονται». Οἱ δέ Ρωμαῖοι ὑπό τόν πάπα Στέφανο, ἀντιθέτως θεωροῦν τά μυστήρια καί ἀκραίων αἱρετικῶν, λ.χ. τῶν Μοντανιστῶν, παράνομα μέν, ὂχι ὃμως ἀνίσχυρα ἢ ἂκυρα.      
   Ἐξ αὐτῆς τῆς διαφορετικῆς ἀντιλήψεως τῶν δύο μερῶν ἀπορρέει καί ἡ ἀσυμφωνία στήν τέλεση τῶν μυστηρίων. Οἱ μέν ἀναβαπτίζουν πάντες τούς προσερχομένους καί ἀπαιτοῦν ἀπό ὃλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες νά πράξουν τό ἲδιο. Πρός τοῦτο συντείνει ἂλλωστε ἡ σύνταξη τῶν σχετικῶν Κανονικῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ (βλ. ἐπιστολή πρός Ἰοβιανόν). Καί οἱ τῆς Ρώμης δέχονται αὐτούς μόνο διά λιβέλλου κατά τῆς αἱρέσεως, ἀκόμη καί ὃταν δέν ὑφίσταται λόγος οἰκονομίας. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς διαφορᾶς ἦταν νά δημιουργηθοῦν δύο ρεύματα στήν Ἐκκλησία καί φυσικά τό ζήτημα ἒπρεπε νά διευθετηθεῖ ὑπό Μείζονος συνόδου.
   Οἱ ἃγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐτροποποίησαν τήν περί τῶν Καθαρῶν ἀπόφαση περί ἀναβαπτισμοῦ αὐτῶν ὑπό τῆς τοπικῆς συνό­δου τῆς Καρχηδόνας, ὁρίζοντες μέ τόν η΄ Κανόνα νά γίνο­νται δεκτοί διά λιβέλ­λου. Καί περί τῶν κληρικῶν «ὣστε χειροθετουμένους(1) αὐτούς, μένειν οὓτως ἐν τῷ κλήρῳ»(2). Ἐπίσης μέ τόν ιθ΄ Κανόνα της ἀποφασίζει γιά τούς Παυ­λιανιστές «ἀναβαπτίζεσθαι αὐτούς ἐξάπαντος». Σημειωτέον ὃτι οἱ Παυ­λιανιστές ἀρνοῦνταν τήν περί Ἁγίας Τριάδος ὁμολογία καί τήν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ Καθαροί δέν ἀποδέχονταν τήν μετάνοια τῶν ἐπιθυσάντων χριστιανῶν στά εἲδωλα κατά τούς μεγάλους διωγμούς. Λέγονται καί Ναυατιανοί ἐκ τοῦ πρω­τάρχου τῆς πλάνης αὐτῶν Ναυάτου.
   Ἐπίσης, ἐνῶ τούς Καθαρούς οἱ Ἀφρικανοί ἐπίσκοποι τούς ὀνομάζουν αἱρετικούς ὁ Μέγας Βασίλειος τούς θεωρεῖ σχισματικούς, ὡς σφαλλομένους σέ ἰάσιμο ζήτημα, προφανῶς γιά νά τούς διαχωρίσει ἀπό τούς «παντελῶς ἀπερρηγμένους καί περί τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους» ὃπως ὁρίζει τούς μέχρι τότε αἱρετικούς, μαζί μέ τούς Παυλιανιστές.     
   Ἀπό τόν διαχωρισμό τοῦτο διαφαίνεται καθαρά ὃτι ὁ Μ. Βασίλειος δέν εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τόν ἃγιο Κυπριανό στήν περί ἀποδοχῆς τῶν προσερχομένων σχισματικῶν ἂποψή του. Ἀναφερόμενος στόν α΄ κανόνα του περί τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν Καθαρῶν (καί ἂλλων σχισματικῶν), ἐκθέτει αὐτό ὡς γνώμη τῶν συνόδων(3) τοῦ Κυπριανοῦ καί τοῦ Φιρμιλιανοῦ. «...ἒδοξε» λέγει «τοῖς περί Κυπριανόν καί Φιρμιλιανόν... δι’ ὃ ὡς παρά λαϊκῶν βαπτιζομέ­νους τούς παρ’ αὐτῶν ἐκέλευσαν». Ἀπό τήν ἂλλη ἐκθέτει καί τήν ἂποψη τῆς οἰκονομίας, πάλι ὡς γνώμη «τῶν κατά τήν Ἀσίαν ἐπισκόπων». «...ἐπειδή δέ ὃλως ἒδοξε τισί τῶν κατά τήν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἓνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τό βάπτισμα, ἒστω δε­κτόν». Δηλαδή ὁ μέγας Πατήρ ἀποδέχθηκε καί τίς δύο γνῶμες. Τήν πρώτη ὡς κατ’ ἀκρίβειαν καί τήν δεύτερη ὡς κατ’ οἰκονομίαν.
  Οἰκουμενικοῦ κύρους ὁ ἃγιος σκέφτονταν καί ἀγωνιοῦσε γιά ὃλη τήν Κα­θολική Ἐκκλησία ὡς ἓνα ζῶντα ὀργανισμό, ὃπως καί εἶναι. Ἀναγνώριζε τούς λόγους πού ἐπιζητοῦσαν κάποια ἐκκλησιαστική οἰκονομία, ἀλλά ὃπου ἦταν δυ­νατό νά ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀκρίβεια δέν δίσταζε νά ὑποστηρίξει αὐτήν. Διέ­κρινε συ­νετά ὃτι δέν ἦταν δυνατό νά ἐφαρμόζεται παντοῦ ἡ ἀκρίβεια(4) χωρίς νά δημιουργοῦνται μείζονα προβλή­ματα ἀπό τά ἢδη ὑπάρχοντα, δεδομένου ὃτι σκοπός τῆς οἰκονομίας εἶναι ἡ παροχή τὴς δυνατότητας νά προσέλθουν περισσότεροι σχισματο-αιρετικοί μετανοοῦντες, μέ τήν προσωρινή ἂρση ὠρισμένων αὐστηροτέρων διατάξεων. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῶν Ἐγκρατιτῶν οἱ ὁποῖοι γιά νά ἐμποδίσουν τούς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους στήν Ἐκκλησία, παραχάραξαν ἀκόμη καί τόν τύπο τοῦ βαπτίσματος. Αὐτή τή μαρτυρία τήν ἒχουμε ἀπό τόν ἲδιο τόν ἃγιο στόν α΄ Κανόνα του λέγοντα: «Τό δέ τῶν Ἐγκρατιτῶν κακούργημα νοῆσαι ἡμᾶς δεῖ, ὃτι ἳνα ἀπροσδέκτους αὐτούς ποιήσωσι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐπεχείρησαν λοιπόν ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι· ὃθεν καί τήν συνήθειαν τήν ἑαυτῶν πα­ρεχάραξαν. Νομίζω τοίνυν ...ἀθετεῖν αὐτῶν τό βάπτισμα... Ἐάν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἒσεσθαι τοῦτο (δηλ. ἡ ἀκρίβεια) πάλιν τῷ ἒθει χρηστέον, καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι (ὑποπτεύομαι) γάρ μήποτε, ὡς βουλό­μεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτί­ζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζο­μένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
   Ἐδῶ νά ἐκφράσουμε τήν ἀπορία μας, γιατί ὁ Μ. Βασίλειος δέν ἀσχολήθηκε στόν α΄ Κανόνα του μέ τούς ἀρειανούς δεδομένου ὃτι ἦταν ἠ κρατοῦσα αἳρεση στήν ἐποχή του; Τό πιθανώτερο εἶναι ὃτι δέν ἢθελε νά ἐντάξει αὐτούς στήν τάξη τῶν «παντελῶς ἀπερρηγμένων» αἱρετικῶν, ἀλλά οὒτε καί στήν τάξη τῶν σχισματικῶν γιά «ἰάσιμό τι ζήτημα». Ἀκριβής πάντα στίς ἀπόψεις καί τίς ἐκφράσεις του, ἒβλεπε τήν αἳρεση τῶν ἀρειανῶν ὡς μετριοπαθέστερη σέ σχέση μέ τίς γνωστές πα­λιές αἱρέσεις περί τῶν ὁποίων ὃριζε ὃτι «εὐθύς... περί αὐτῆς τῆς εἰς Θεόν πίστεώς ἐστιν ἡ δια­φορά»· δηλαδή ἀρνοῦνταν τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριά­δος. Καί σέ σχέση μέ τούς σχισματικούς(5) τήν ἒβλεπε πιό ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἒτσι ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀπό τούς πρώτους μεγάλους Πατέρες πού ἒθεσαν ἐμμέσως τοὐλάχιστον, τίς βάσεις γιά τήν διαφορετική ἀντιμετώπιση τῶν προσερχομένων ἐκ διαφό­ρων αἱρέσεων, ὑπό τῶν μετέ­πειτα Οἰκουμενικῶν συνόδων, κυρίως τῆς Δευτέρας καί τῆς Πενθέκτης.
   Περί τῶν ἀρειανῶν ὃμως διαλαμβάνει ὁ ἂλλος μέγας Ἀλεξανδρινός Πα­τήρ, ὁ ἃγιος Ἀθανάσιος, στήν πρός Ρουφινιανόν ἐπιστολή του, δίνο­ντας συγ­χρόνως μία νέα διάσταση στό ζήτημα τῆς ἀποδοχῆς ἀλλά καί τήν λύση του. Δι­αχωρίζει τούς προϊσταμένους τῆς ἀσεβείας ἀπό τούς παρασυρ­θέντες «δι’ ἀνάγκην καί βίαν». Γιά τούς πρώτους ἀποφαίνεται νά γίνονται μέν δεκτοί μετανοοῦντες, ὂχι ὃμως καί ἡ τυχόν ἱερωσύνη τους· «μή διδόναι αὐτοῖς τόπον κλήρου»· γιά δέ τούς δευτέρους «ἒχειν καί τόν τόπον τοῦ κλή­ρου». Ἐπικαλεῖται ἐπίσης ὡς συναρωγούς στήν γνώμη του τοὐλάχιστον τέσ­σερεις τοπικές συνό­δους. 
   Προφανῶς ἡ ἐρώτηση τοῦ Ρουφινιανοῦ πρός τόν Μ. Ἀθανάσιο ὑποδηλώνει τή σύγχυση πού ὑπῆρχε στήν Ἐκκλησία περί τοῦ θέματος τῆς ἀποδοχῆς τῶν προσερχομένων ἀπό τήν αἳρεση τῶν ἀρειανῶν. Ὁ ἀρειανισμός εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τίς δύο τοπικές Συνόδους τῆς Ἀλεξανδρείας (320;) καί τῆς Ἀντιοχείας (325), εὐρείας ἀπηχήσεως ἡ δεύτερη ἀλλά χωρίς ἐπαρκές ἀποτέλεσμα διότι οἱ ἀρειανοί ἦταν τότε ἰσχυροί ἀντίπαλοι καί ἀπλωμένοι σέ ὃλη τήν Ἀνατολή(6). Τέλος ἡ Α΄ οἰκουμενική κατεδίκασε τόν Ἂρειο μέ βάση τίς ἀποφάσεις τῶν δύο προηγηθεισῶν τοπικῶν καί φυσικά ἡ ἀποδοχή τους ἀπό τήν Α΄ τίς προσέδωσε οἰκουμενικό χαρακτῆρα. Λογιζόμενοι πλέον ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς κεκριμένοι αἱρετικοί, πολλοί θεωροῦσαν ὃτι ἒπρεπε νά ἰσχύσουν οἱ ἀποφάσεις τῆς τοπικῆς συνόδου τῆς Καρχηδόνας. Δηλαδή νά γίνονται δεκτοί «ὡς ἓλληνες» ὃτι «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἒξω τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἑνός ὂντος βαπτί­σματος, καί ἐν μόνῃ τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος»(7), καί φυσικά νά ἀκυρωθοῦν οἱ χειροτονίες ἀκόμη καί τῶν παρασυρθέντων «δι’ ἀνάγκην καί βίαν», καθώς καί αὐτή ἀργότερα τοῦ ἁγίου Μελετίου Ἀντιοχείας(8) γνωστοῦ ὂντος ὃτι χειροτονήθηκε ἀπό ἀρειανούς.
   Ὃμως οὒτε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, οὒτε οἱ τοπικές σύνοδοι πού ἐπικαλεῖται δέν θά ἐξέφραζαν μία τόσο διαφορετική ἂποψη ἀπό τήν σύνοδο τῆς Καρ­χηδόνας, ἐάν δέν ἀποδέχονταν, ὃπως ἐπίσης καί ὁ Μ.  Βασίλειος, τήν ἀρειανική αἳρεση ὡς με­τριοπαθέστερη σέ σχέση μέ τίς παλιές γνωστικές καί μοναρχιανικές αἱρέσεις.  
  
   Τελική ρύθμιση ἀποδοχῆς
   Ὑπό αὐτές τίς προϋποθέσεις (ἀκρίβεια καί οἰκονομία) μόλις μέχρι τήν Δευτέρα Οἰκουμενική σύνοδο (381), ἢδη τό ζήτημα τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν αἱρέσεων σύμφωνα μέ τά παραπάνω εἶχε φθάσει στήν τελική ρύθμισή του. Ἒτσι οἱ ἃγιοι Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς θά διακρίνουν ὁριστικά πλέον μέ τόν ζ΄ Κανόνα, κατ’ ὂνομα τίς πιό γνωστές μέχρι τότε αἱρέσεις καί θά ὁρίσουν ἀποφασιστικά τόν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν ἐξ αὐτῶν προσερχομένων στήν Ἐκκλησία. Ἐάν δέ λάβουμε ὑπ’  ὂψιν μας καί τίς μετά τήν Β΄ Οἰκουμε­νική νεώτερες αἱρέσεις πού διαλαμβάνει ἡ Πενθέκτη στόν 95ο Κανόνα της, τίς διέκριναν σέ τρεῖς κατηγορίες.
Α.  Στίς «παντελῶς ἀπερρηγμένες καί περί τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένες αἱρέσεις» ὃπως οἱ Εὐνομιανοί, Μοντανιστές, Σαβελλιανοί, Μανιχαῖοι,  Οὐα­λεντι­νιανοί, Μαρκιωνιστές καί «ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων», οἱ ὁποῖοι γίνονται δεκτοί «ὡς ἓλληνες»· δηλαδή πρῶτα κατηχοῦνται καί ὓστερα βα­πτίζονται.
Β.  Στίς μετριοπαθεῖς αἱρέσεις ὃπως οἱ Ἀρειανοί, Μακεδονιανοί, Σαββα­τιανοί, Καθαροί, Τετραδίτες καί Ἀπολλιναριστές, οἱ ὁποῖοι γίνονται δεκτοί διά λι­βέλλου καί χρίσεως ἁγίου Μύρου.
Γ.  Στίς μετριοπαθέστερες αἱρέσεις ὃπως οἱ Νεστοριανοί, Εὐτυχιανοί, Σε­βη­ριανοί καί οἱ «ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων», οἱ ὁποῖοι γίνονται δεκτοί μόνο διά λι­βέλλου.
   Γενικώτερη διάκριση, ἀλλά καί ἐπί τῆς οὐσίας, κάνει ὁ ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν πρός Ναυ­κράτιον ἐπιστολή του, ὃπου διακρίνει τίς αἱρέσεις σέ δύο κατηγορίες. Στήν πρώτη εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τούς Κανόνες ζ΄ καί 95ο τῶν συ­νό­δων Β΄ καί Πενθέκτης ἀντίστοιχα, ἐνῶ στήν δεύτερη τίς μετριοπαθεῖς καί με­τριοπαθέστε­ρες αἱρέσεις, δηλαδή ὃλες τίς χριστολογικές, τίς ὀνομάζει «κατά κατάχρησιν αἱρέσεις».
   Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική σύνοδος συγκλήθηκε τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα. Παρά ταῦτα συμπεριέλαβε στόν 95ο Κανόνα της αὐτούσιο τόν ζ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς. Προσέθεσε ἐπίσης ὀνομαστικῶς καί ἂλλους ἀρχαίους «ἀπερρηγμένους» αἱρετικούς ἀπό τόν α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασι­λείου. Δηλαδή μέ­χρι ἐδῶ ὑπάρχει ἀπόλυτη συμφωνία τῆς Πενθέκτης μέ τήν Δευτέρα ὡς πρός τήν ἀποδοχή. Ἐνῶ γιά τίς μετά τήν Δευτέρα νεώτε­ρες κεκριμένες αἱρέσεις, ὃπως εἲδαμε στήν τρίτη κατηγορία ἡ ἀποδοχή τῶν προσερ­χομένων γίνεται μόνο μέ λίβελλο κρινό­μενες ὡς μετριοπαθέστερες.
   Σχολιάζων ὁ περίφημος Ζωναρᾶς τήν ἰσχύ τῆς πρός Ἰοβιανόν Κανονικῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ σέ σχέση μέ τόν ζ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς λέγει τά ἑξῆς: «Αὓτη ἡ ἐπιστολή, καθάπαξ τούς ὑπό αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν βαπτισθέντας προσερχομένους τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ βαπτίζε­σθαι διατάττεται... ἡ δέ Δευτέρα Οἰκ. Σύνοδος ἐν κανόνι αὐτῆς ἑβδόμῳ οὐ πά­ντας ἐξ αἱρέσεων ἐπιστρέφοντας, ἂνωθεν κελεύει βαπτίζεσθαι, ἀλλ’ ἀπαριθμεῖ τίνας μέν δεῖν δέχεσθαι διδόντας λιβέλλους καί ἀναθεματίζοντας τήν τε οἰκείαν αἳρεσιν ἓκαστον... σφραγιζομένους ἢτοι χριο­μένους τῷ ἁγίῳ μύρῳ. Τούς δέ λοιπούς πάντας, ὧν τινας καί ὀνομαστί καταλέ­γει, βαπτίζεσθαι ὁρίζεται, δεχομένους ὡς ἓλληνας... ὃθεν φαίνεται ὃτι οὐκ ἐδέχθη παρά τῶν με­τέπειτα ἁγίων πατέρων ἡ διαταγή αὓτη. Ἐναντία τοίνυν ἐν τούτῳ τῷ κεφαλαίῳ τῶν δύο συνόδων εἰσαγουσῶν τά τῆς Δευτέρας κρατεῖ συ­νόδου, ὃτι τε μεταγε­νεστέρα ἐστί, καί ὃτι οἰκουμενική»... «ὃτι δέ οὐκ ἐδέχθη ὁ παρών κανών παρά πάντων τῶν ἁγίων πατέρων, δηλοῦται, καί ἐκ τοῦ δευτέρου κανόνος τῆς ἐν Τρούλλῳ γενομένης Συνόδου λεγομένης ἓκτης: «ὃς (κανών) ἐν τοῖς τῶν προέ­δρων τόποις (ἐνν. τῶν τοπικῶν συνόδων τῆς Καρχηδόνας καί τῆς Καισαρείας τῆς Καπαδοκίας), καί μόνοις κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἒθος ἐκράτησεν. Ἐντεῦθεν οὖν δείκνυται, ὃτι καί ἀρχῆθεν, οὐ παρά πᾶσιν ἦν ἐνεργῶν ὁ κανών»(9). 

   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἡ ἒννοια τῆς χειροθεσίας διευκρινίζεται ὑπό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου στήν ὁποία ὁ ἃγιος Ταράσιος ἑρμηνεύει τόν ἲδιο ἀκριβῶς Κανόνα λέγων· «ἐπ’ εὐλογίας ἐνταῦθα τήν χει­ροθεσίαν λέγει, καί οὐχί ἐπί χειροτονίας».
(Πρακτικά Συνόδων. Τόμ.Γ΄ σελ.233).
2. Πηδάλιον. σελ.133,147.
3. Πάντως ἡ γνώμη αὐτή τότε δέν ἦταν καί ἂδικη. Ἒτσι οἱ σχισματικοί αὐτοί μή δεχόμενοι τήν μετάνοια τῶν «πεπτωκότων», δικαίως ἀνταμείφθηκαν ἀπό τίς τοπικές ἐκεῖνες συνόδους μέ τό ἲδιο νόμισμα. Σέ καμμία περίπτωση ὃμως, ὃπως θά δοῦμε, δέν δύναται νά γενικευθεῖ ἡ ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῶν συνόδων αὐτῶν.
4. Εἶναι φανερό ἐδῶ ὃτι ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδέχθηκε καί τήν ἐφαρμογή τῆς ἀκρίβειας, ἀναγκαζόμενος (καί σεβόμενος) ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνας, ἂν καί ὃπως εἲδαμε δέν ἦταν ἀπόλυτα σύμφωνος μέ αὐτή. Ἐγνώριζε βέβαια ἐκ πείρας ὃτι καιροφυλακτοῦσαν οἱ, ἓσωθεν καί ἒξωθεν, ἀδυσώπητοι ἐχθροί του νά βροῦν ἀφορμή ὣστε νά τόν κατηγορήσουν, ὁπότε ἐάν ὑπεστήριζε μόνο τήν οἰκονομία θά τούς εὓρισκε μπροστά του ἀντιμέτωπους. Τό γεγονός ὃτι στήν ἐποχή του (ἐποχή πού οἱ μεγάλες αἱρέσεις ἒκαναν θραύση), ἡ ἐπισκοπή του ἀποτελοῦσε τόν «μονοφυῆ κλάδο τῆς ὀρθοδοξίας», ἐπέβαλε πολύ λεπτούς χειρισμούς μέ πολύ σύνεση καί διάκριση.
5. «Διά τούς σχισματικούς εἶχε ὁρίσει ἡ ἐν Καρχηδόνι σύνοδος ἒτος 256 ὃτι καί οὗτοι ἀναβαπτίζονται ἀλλ΄ ἡ λύσις αὓτη ἐκρίθη ὡς ὑπεράγαν αὐστηρά ἢδη ὑπό τοῦ Μ. Βασι­λείου, εὑρίσκεται δέ ἐν προφανεῖ δυσαρμονίᾳ πρός τήν ὑπό τοῦ καν. 95 Πενθ. τελικήν ρύθ­μισιν τοῦ θέματος· διότι ἀφ’ οὗ κατά ταύτην ὑφίστανται αἱρετικοί – οἱ Νεστοριανοί καί μονοφυσῖται – οἳτινες γίνονται δεκτοί διά μόνης γραπτῆς δηλώσεως, χωρίς οὒτε βά­πτισμα οὒτε χρίσις νά ἀπαιτεῖται δι’ αὐτούς, δέν εἶναι δυνατόν νά τεθοῦν οἱ σχισματικοί εἰς δυ­σμενεστέραν θέσιν τῶν ὁπαδῶν αἱρέσεων, ἒστω καί ἐλαφροτάτων, διά τινας τῶν ὁποίων τό ἐκκλησιαστικόν δίκαιον κατά τήν τελικήν του μορφήν ἀρκεῖται, ὡς ἐλέχθη, εἰς μόνην τήν δήλωσιν». (Ἑλλ. Ἐκκλ. Δίκαιον. Ἀ. Χριστοφιλοπούλου. - σελ.119.)
6. Ἐκκλησιαστική ἱστορία Β. Φειδᾶ. σελ. 418.
7. Ἀπό τόν α΄ κανόνα τῆς συνόδου τῆς Καρχηδόνας.
8. Βέβαια σήμερα δέν προβάλλει κανείς ἀντίρρηση γιά τήν ἀντικανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ ἁγίου Μελετίου. Πόσοι ὃμως ἀκριβοδίκαιοι ἐπικριτές, ἐάν ζοῦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή δέν θά ἀνέχονταν αὐτήν, ὃπως δέν ἀνέχονται καί σήμερα περιπτώσεις οἱ ὁποῖες εἶναι συμφερώτερο νά οἰκονομηθοῦν; π.χ. ἐλλειπές καί ἀντικανονικό βάπτισμα νεοημ/τῶν κατά τό ὁποῖο δέν γίνονται τελείως οἱ καταδύσεις ἀπό (ἀδικαιολόγητο φυσικά) φόβο πνιγμοῦ.
9. Πρακτικά Συνόδων. Σ. Μήλια. Τόμ.Α΄ σελ.184,5.
   (Συνεχίζεται)


   ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου